- Σεβαστοφόροι
- Σεβαστοφόροιpriests in the cult of the Roman Emperormasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σεβαστοφόρους — Σεβαστοφόροι priests in the cult of the Roman Emperor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοφορικός — ή, όν, Α [σεβαστοφόροι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σεβαστοφόρους … Dictionary of Greek
σεβαστοφόρος — ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. oἱ σεβαστοφόροι ιερείς Ρωμαίου αυτοκράτορα, οι οποίοι τόν λάτρευαν ως θεό 2. αξιωματούχος στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + φόρος*] … Dictionary of Greek